- ὑποστήματα
- ὑπόστημαthat which sinks to the bottomneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑποστήματ' — ὑποστήματα , ὑπόστημα that which sinks to the bottom neut nom/voc/acc pl ὑποστήματι , ὑπόστημα that which sinks to the bottom neut dat sg ὑποστήματε , ὑπόστημα that which sinks to the bottom neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόστημα — ήματος, τὸ, ΜΑ, και ὑπόστεμα, έματος, Α [ὑφίστημι] μσν. πλήθος, όχλος αρχ. 1. υποστάθμη, κατακάθι, ιδίως περιττωμάτων και ούρων («τὰ ὑποστήματα τῆς κοιλίας καὶ τῆς κύστεως», Αριστοτ.) 2. καθίζηση 3. υποστήριγμα 4. βάση, βάθρο 5. περίνεο 6.… … Dictionary of Greek